χαραμπάς
(ουσ. αρσ.)
χαραbά
[xaraˈba]
Αραβαν., Σίλ.
χαραπά
[xaraˈpa]
Αραβαν.
χαραπάς
[xaraˈpas]
Φερτάκ.
χαραbάθι
[xara'baθi]
Αραβαν.
χιαραbάσι
[çaˈrabasi]
Μισθ.
Πληθ.
χαραπάρια
[xaraˈparʝa]
Αραβαν.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. haraba = α) κολοκύθα β) κούπα φτιαγμένο από σκαλισμένο κολοκύθι (THADS, λ. haraba II) γ) κολοκύθι (< περσ. qaraba = δοχείο κρασιού). Για την λ. βλ. Καραποτόσογλου (2003: 220).