ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαραμπάς (ουσ. αρσ.) χαραbά [xaraˈba] Αραβαν., Σίλ. χαραπά [xaraˈpa] Αραβαν. χαραπάς [xaraˈpas] Φερτάκ. χαραbάθι [xara'baθi] Αραβαν. χιαραbάσι [çaˈrabasi] Μισθ. Πληθ. χαραπάρια [xaraˈparʝa] Αραβαν. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. haraba = α) κολοκύθα β) κούπα φτιαγμένο από σκαλισμένο κολοκύθι (THADS, λ. haraba II) γ) κολοκύθι (< περσ. qaraba = δοχείο κρασιού). Για την λ. βλ. Καραποτόσογλου (2003: 220).
1. Κολοκύθι ό.π.τ. : Γλυκύ χαραπά (Γλυκό κολοκύθι) Αραβαν. -ΙΛΝΕ Συνών. γισκαλάκι, καμπάκι, κελέμι, κολοκύθι
2. Φλασκί Αραβαν. Συνών. βουτόκκο :1, μάταρα, παγρί :1
3. Δισάκκι Μισθ. Συνών. δισάκκι, δισακκίτσι, χαραμπάς :3