ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαράπι (ουσ.) χαράπι [xaˈrapi] Αφσάρ., Φάρασ. χαράπ' [xaˈrap] Μαλακ., Φλογ. Νεοτ. ουσ. χαράπι (Mackridge 2021: 97), το οπ. από το τουρκ. επίθ. harap = α) ερειπωμένος β) μεθυσμένος γ) διαλεκτ., για φρούτο, κυρ. σταφύλι και μούρο, άγριο ή μικρό. Η λ. και Ἠπ. Ιων.
1. Ερείπιο, κυρίως για οικοδομές και κτήρια ό.π.τ. : 'ενότουν χαράπι (Έγινε ερείπιο, ερειπώθηκε) Φάρασ. -Αναστασ.Τ Συνών. βεράνι, γικίχ :2, ορένι, χαραπάτι
2. Ακαλλιέργητη, απεριποίητη γη (κυρίως για αμπέλια) Αφσάρ., Μαλακ. : Στέρου ήdουνι χαράπι (Έπειτα (η γη) ήταν απεριποίητη) Αφσάρ. -Dawk.