χαραπάτι
(ουσ. ουδ.)
χαραπάτι
[xaraˈpati]
Σινασσ.
χαραbάτ
[xara'bat]
Μαλακ.
Από το τουρκ. (< αραβ. < περσ.) ουσ. harabe, πληθ. harabat = α) ερείπιο β) ταβέρνα γ) πορνείο.