ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαραπάτι (ουσ. ουδ.) χαραπάτι [xaraˈpati] Σινασσ. χαραbάτ [xara'bat] Μαλακ. Από το τουρκ. (< αραβ. < περσ.) ουσ. harabe, πληθ. harabat = α) ερείπιο β) ταβέρνα γ) πορνείο.
Ερείπιο, κάτι κατεστραμμένο ή άχρηστο Μαλακ., Σινασσ. Συνών. βεράνι, γικίχ, ορένι, χαράπι
Τροποποιήθηκε: 22/02/2025