χαράτσι
(ουσ. ουδ.)
χαράτσ̑ι
[xaˈratʃi]
Φάρασ.
χαράτσ̑'
[xaˈratʃ]
Αξ., Μισθ., Σινασσ.
Από το μεσν. ουσ. χαράτζιον (< αραβ. ḫarāc, πβ. και τουρκ. ουσ. haraç).
Φόρος, φορολογία, χαράτσι
ό.π.τ.
:
Ντου χαράτσ', τουν παίνιξαν να 'ου πάρ'νι, ιτούρα τα̈μέα̈ρ γίνιξαν ντου
(Τον φόρο, όταν πήγαιναν να τον πάρουν, αυτοί οι δικοί μας τον έδιναν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
βεργκί, γκιουμρούκι :2, δόσιμο :2, εμπλάκι, σαλγούνι