ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαράτσι (ουσ. ουδ.) χαράτσ̑ι [xaˈratʃi] Φάρασ. χαράτσ̑' [xaˈratʃ] Αξ., Μισθ., Σινασσ. Από το μεσν. ουσ. χαράτζιον (< αραβ. ḫarāc, πβ. και τουρκ. ουσ. haraç).
Φόρος, φορολογία, χαράτσι ό.π.τ. : Ντου χαράτσ', τουν παίνιξαν να 'ου πάρ'νι, ιτούρα τα̈μέα̈ρ γίνιξαν ντου (Τον φόρο, όταν πήγαιναν να τον πάρουν, αυτοί οι δικοί μας τον έδιναν) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. βεργκί, γκιουμρούκι :2, δόσιμο :2, εμπλάκι, σαλγούνι