ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βεργκί (ουσ. ουδ.) βεργκί [verˈɟi] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Σίλατ. βερκί [verˈci] Φάρασ. βαργκί [varrˈɟi] Σινασσ. βεργκού [verˈgu] Μισθ. Αρσ. βερκής [verˈcis] Φάρασ. Πληθ. βεργκίδια [verˈɟiðʝa] Τελμ. βερκίδε [verˈciðe] Φάρασ. βεργκιά [ˈverˈɟa] Ανακ., Φερτάκ. Από το τουρκ. ουσ. vergi = α) δόσιμο, δώρο β) φόρος, δασμός.
Φόρος ό.π.τ. : Οι Τούρκ' έθεκάν τον ένα βαργκί βαρύ βαρύ κι ασάλευτο (Οι Τούρκοι του έβαλαν έναν φόρο βαρύ βαρύ και ασήκωτο) Σινασσ. -Τακαδόπ. Συνών. γκιουμρούκι, δόσιμο, εμπλάκι, σαλγούνι, χαράτσι