βεργκί
(ουσ. ουδ.)
βεργκί
[verˈɟi]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Σίλατ.
βερκί
[verˈci]
Φάρασ.
βαργκί
[varrˈɟi]
Σινασσ.
βεργκού
[verˈgu]
Μισθ.
Αρσ.
βερκής
[verˈcis]
Φάρασ.
Πληθ.
βεργκίδια
[verˈɟiðʝa]
Τελμ.
βερκίδε
[verˈciðe]
Φάρασ.
βεργκιά
[ˈverˈɟa]
Ανακ., Φερτάκ.
Από το τουρκ. ουσ. vergi = α) δόσιμο, δώρο β) φόρος, δασμός.
Φόρος
ό.π.τ.
:
Οι Τούρκ' έθεκάν τον ένα βαργκί βαρύ βαρύ κι ασάλευτο
(Οι Τούρκοι του έβαλαν έναν φόρο βαρύ βαρύ και ασήκωτο)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Συνών.
γκιουμρούκι, δόσιμο, εμπλάκι, σαλγούνι, χαράτσι