ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βερικόκκι (ουσ. ουδ.) βερ'κότσ̑' [verˈkotʃ] Μισθ. βορ'κόκκ' [vοrˈkok] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τροχ., Τσελτ., Φερτάκ., Φλογ. βουρ'κόκκι [vurˈkoci] Φερτάκ. βορ'κότσ' [vοrˈkots] Μισθ., Τσαρικ. βορ'κότι [vοrˈkoti] Μαλακ. βορ'κόλι [vorˈkoli] Τροχ. Aπό το μεταγν. ουσ. βερικόκκιον. Ο τύπ. βορ'κόκκ' με συγκοπή του άτονου [i] και υποχωρητ. αφομ. [e-o] > [o-o].
1. Το φρούτο βερίκοκκο ό.π.τ. : Τα βορ'κόκκια ακάμωτο 'νdαι (Τα βερίκοκκα είναι άγουρα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Να σωρώψου ντα βορ'κότσ̑α (Θα μαζέψω τα βερίκοκκα) Μισθ. -Κοτσαν. Φέρ' τον ένα χούφτα ξερά βορ'κόκκια (Φέρε του μιά χούφτα ξερά βερίκοκκα) Σινασσ. -Τακαδόπ. Γάπ'σι 'να βορκότσ̑' (Άρπαξε ένα βερίκοκκο) Μισθ. -Φατ. Βορ'κοκκιού ζωμί/ψωμί (Είδος φαγητού με βερίκοκκα) Αξ. -Μαυροχ. || Ασμ. Δεν ’μαι μαλάσκηνο κι να μαυρίσω
Δεν ’μαι βορ’κόκκ’ ν’ αχ'νίσω
(Δεν είμαι δαμάσκηνο να μαυρίσω
Δεν είμαι βερίκοκκο να κοκκινίσω )
Τροχ. -Νίγδελ.Λ.
Συνών. ζερντελί, καΐσι :1
β. Ειδικότ., το ξερό βερίκοκκο Μαλακ., Φλογ.
2. To δέντρο βερικοκκιἀ Ανακ., Αξ., Γούρδ. : Ασ' το ρίζα τουν βγαλλίσκω τα μήλα και τα βορ'κόκκια (Από την ρίζα τους βγάζω τις μηλιές και τις βερικοκκιές) Γούρδ. -Καράμπ. Συνών. βερικοκκιά, καΐσι :2