βερικόκκι
(ουσ. ουδ.)
βερ'κότσ̑'
[verˈkotʃ]
Μισθ.
βορ'κόκκ'
[vοrˈkok]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τροχ., Τσελτ., Φερτάκ., Φλογ.
βουρ'κόκκι
[vurˈkoci]
Φερτάκ.
βορ'κότσ'
[vοrˈkots]
Μισθ., Τσαρικ.
βορ'κότι
[vοrˈkoti]
Μαλακ.
βορ'κόλι
[vorˈkoli]
Τροχ.
Aπό το μεταγν. ουσ. βερικόκκιον. Ο τύπ. βορ'κόκκ' με συγκοπή του άτονου [i] και υποχωρητ. αφομ. [e-o] > [o-o].
1. Το φρούτο βερίκοκκο
ό.π.τ.
:
Τα βορ'κόκκια ακάμωτο 'νdαι
(Τα βερίκοκκα είναι άγουρα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Να σωρώψου ντα βορ'κότσ̑α
(Θα μαζέψω τα βερίκοκκα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Φέρ' τον ένα χούφτα ξερά βορ'κόκκια
(Φέρε του μιά χούφτα ξερά βερίκοκκα)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Γάπ'σι 'να βορκότσ̑'
(Άρπαξε ένα βερίκοκκο)
Μισθ.
-Φατ.
Βορ'κοκκιού ζωμί/ψωμί
(Είδος φαγητού με βερίκοκκα)
Αξ.
-Μαυροχ.
|| Ασμ.
Δεν ’μαι μαλάσκηνο κι να μαυρίσω
Δεν ’μαι βορ’κόκκ’ ν’ αχ'νίσω (Δεν είμαι δαμάσκηνο να μαυρίσω
Δεν είμαι βερίκοκκο να κοκκινίσω ) Τροχ. -Νίγδελ.Λ. Συνών. ζερντελί, καΐσι :1
Δεν ’μαι βορ’κόκκ’ ν’ αχ'νίσω (Δεν είμαι δαμάσκηνο να μαυρίσω
Δεν είμαι βερίκοκκο να κοκκινίσω ) Τροχ. -Νίγδελ.Λ. Συνών. ζερντελί, καΐσι :1
β.
Ειδικότ., το ξερό βερίκοκκο
Μαλακ., Φλογ.
2. To δέντρο βερικοκκιἀ
Ανακ., Αξ., Γούρδ.
:
Ασ' το ρίζα τουν βγαλλίσκω τα μήλα και τα βορ'κόκκια
(Από την ρίζα τους βγάζω τις μηλιές και τις βερικοκκιές)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Συνών.
βερικοκκιά, καΐσι :2