βηματάρης
(ουσ. αρσ.)
βηματάρης
[vimaˈtaris]
Ανακ.
Νεότ. ουσ. βηματάρης, το οπ. από το ουσ. βῆμα (θ. βηματ-) και παραγωγ. επίθμ. -άρης). Η λ. από την λόγ. παράδ., συνήθης εκκλ. όρος.
Νεαρό αγόρι βοηθός του ιερέα κατά την λειτουργία