ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βηματάρης (ουσ. αρσ.) βηματάρης [vimaˈtaris] Ανακ. Νεότ. ουσ. βηματάρης, το οπ. από το ουσ. βῆμα (θ. βηματ-) και παραγωγ. επίθμ. -άρης). Η λ. από την λόγ. παράδ., συνήθης εκκλ. όρος.
Νεαρό αγόρι βοηθός του ιερέα κατά την λειτουργία
Τροποποιήθηκε: 20/06/2024