ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βιλλί (ουσ. ουδ.) βιλλί [viˈli] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Αραβ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. βελλί [veˈli] Αραβαν. Θηλ. βιλλή [viˈli] Φερτάκ. Από το μεταγν. ουσ. βιλλίν.
Πέος ό.π.τ. : Βελλιού μ’ το κουτούλα (Η βάλανος του πέους μου· ύβρις) Αραβαν. -ΙΛΝΕ 403 Δου βιλλί σ' τουγιάσι ή ακόμ' τιαζ̑ά 'σι; (Το πουλί σου έβγαλε τρίχες ή ακόμα είσαι μωρό;) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Κάτσι, γαϊdιριού βιλλί, κάτσι λέου! (Κάτσε ρε γαμώτο, κάτσε λέω!) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ιτό ξέρ' πιό καλά, γαïντιριού βιλλί (Αυτός ξέρει πιο καλά, ρε γαμώτο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Γαϊdιρί μαύρου βιλλί, ιτό τι 'νι που φόρουσις; (Μα τον μαύρο πούτσο του γαϊδάρου, τι είναι αυτό που φόρεσες; δήλωση έκπληξης) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Γαϊdουριού βιλλί (Πέος γαϊδάρου˙ οικεία προσφώνηση, ρε μαλάκα / ρε γαμώτο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Φά’ ντου βιλλί μ’ (Φάε τον πούτσο μου˙ ύβρις) Μισθ. -Κοτσαν. Ισύ τι, του βιλλί μ' 'σι; (Εσύ τι είσαι, το καυλί μου;˙ για όσους ανακατεύονται σε ξένες υποθέσεις) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Με τ' χώρας το βιλλί μαίν' στο γκερντέκ' (Με ξένο καυλί μπαίνει στην νυφική κάμαρα˙ για όποιον εκμεταλλεύεται δυνάμεις άλλων για να επιτύχει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Κανείς σο βιλλί του τζ̑ο παίρει τα (Κανείς δεν τον παίρνει στο καυλί του˙ κανείς δεν τον παίρνει στα σοβαρά, δεν τον υπολογίζει) Φάρασ. -Παπαδ. || Παροιμ. Δώκαν ντο φουχαρά γαβουρμάδε, είπεν ντι «Κάεν ντο βιλλί μου» τσ̑αι ξέσ̑εν ντα (Δώσανε στον φτωχό στραγάλια και είπε «Κάηκε η ψωλή μου» και τα 'χυσε˙ για μίζερους ή άπραγους ανθρώπους που δεν μπορούν να ευχαριστηθούν το καλό που τους προσφέρεται) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Λήτεψαν μες σο βιλλίν ντουν, τσ̑άπου μεζ ρίξουνε, κατουράν μες (Μας δέσανε στην ψωλή τους, όπου μας γυρίζουνε, μας κατουράνε˙ το έλεγαν οι φτωχοί για τα αφεντικά τους που τους έκαναν ό,τι ήθελαν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. αγίπι, καλάμι, πορσούχος, τσουκού