βιλλί
(ουσ. ουδ.)
βιλλί
[viˈli]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Αραβ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
βελλί
[veˈli]
Αραβαν.
Θηλ.
βιλλή
[viˈli]
Φερτάκ.
Από το μεταγν. ουσ. βιλλίν.
Πέος
ό.π.τ.
:
Βελλιού μ’ το κουτούλα
(Η βάλανος του πέους μου· ύβρις)
Αραβαν.
-ΙΛΝΕ 403
Δου βιλλί σ' τουγιάσι ή ακόμ' τιαζ̑ά 'σι;
(Το πουλί σου έβγαλε τρίχες ή ακόμα είσαι μωρό;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Κάτσι, γαϊdιριού βιλλί, κάτσι λέου!
(Κάτσε ρε γαμώτο, κάτσε λέω!)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ιτό ξέρ' πιό καλά, γαïντιριού βιλλί
(Αυτός ξέρει πιο καλά, ρε γαμώτο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Γαϊdιρί μαύρου βιλλί, ιτό τι 'νι που φόρουσις;
(Μα τον μαύρο πούτσο του γαϊδάρου, τι είναι αυτό που φόρεσες; δήλωση έκπληξης)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Γαϊdουριού βιλλί
(Πέος γαϊδάρου˙ οικεία προσφώνηση, ρε μαλάκα / ρε γαμώτο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Φά’ ντου βιλλί μ’
(Φάε τον πούτσο μου˙ ύβρις)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ισύ τι, του βιλλί μ' 'σι;
(Εσύ τι είσαι, το καυλί μου;˙ για όσους ανακατεύονται σε ξένες υποθέσεις)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Με τ' χώρας το βιλλί μαίν' στο γκερντέκ'
(Με ξένο καυλί μπαίνει στην νυφική κάμαρα˙ για όποιον εκμεταλλεύεται δυνάμεις άλλων για να επιτύχει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Κανείς σο βιλλί του τζ̑ο παίρει τα
(Κανείς δεν τον παίρνει στο καυλί του˙ κανείς δεν τον παίρνει στα σοβαρά, δεν τον υπολογίζει)
Φάρασ.
-Παπαδ.
|| Παροιμ.
Δώκαν ντο φουχαρά γαβουρμάδε, είπεν ντι «Κάεν ντο βιλλί μου» τσ̑αι ξέσ̑εν ντα
(Δώσανε στον φτωχό στραγάλια και είπε «Κάηκε η ψωλή μου» και τα 'χυσε˙ για μίζερους ή άπραγους ανθρώπους που δεν μπορούν να ευχαριστηθούν το καλό που τους προσφέρεται)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Λήτεψαν μες σο βιλλίν ντουν, τσ̑άπου μεζ ρίξουνε, κατουράν μες
(Μας δέσανε στην ψωλή τους, όπου μας γυρίζουνε, μας κατουράνε˙ το έλεγαν οι φτωχοί για τα αφεντικά τους που τους έκαναν ό,τι ήθελαν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
αγίπι, καλάμι, πορσούχος, τσουκού