ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βιζιλατίζω (ρ.) βιζιλατίζω [vizilaˈtizo] Τσουχούρ., Φάρασ. βουζουλατίζου [vuzulaˈtizu] Φάρασ. βιζιλατώ [vizilaˈto] Φάρασ., Φλογ. Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. vızıldamak = βομβώ και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Το ρ. και Λιβύσσ. (ΙΛΝΕ).
1. Βομβώ, βουίζω ό.π.τ. : Βιζιλάτ'σιν, πέτ-τασιν, έμπην σου τα̈βού τ' ωτίου 'πέσου (Πέταξε βουίζοντας και μπήκε στο αφτί του δράκου) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ. Συνών. βαζιρτατίζω, βανιλατίζω, βουζλαΐζω
2. Για τον άνεμο, φυσώ, σφυρίζω
3. Αγκομαχώ από τον πόνο Φλογ.