ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βήχω (ρ.) βήχω [ˈvixο] Φερτάκ. βήχου [ˈvixu] Μισθ. βήχνω [ˈvixnο] Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Φερτάκ., Φλογ. βηχίζου [viˈçizu] Σίλ. Παρατατ. βήχισ̑κα [ˈviçiʃka] Μισθ. βήχνισ̑κα [ˈvixniʃka] Γούρδ., Φλογ. Αόρ. έβηξα [ˈeviksa] Γούρδ., Μισθ., Φλογ. έβηχσα [ˈevixsa] Φερτάκ. Νεότ. ρ. βήχω, το οπ. από το αρχ. ρ. βήσσω.
Βήχω ό.π.τ. : Πατισ̑άχου ντο κορίσ̑' έβηχσε (Η κόρη του βασιλιά έβηξε) Φερτάκ. -Dawk. Βήχισ̑καν ένα χρόνος (Έβηχαν για ένα χρόνο) Μισθ. -Κωστ.Μ.