βήχω
(ρ.)
βήχω
[ˈvixο]
Φερτάκ.
βήχου
[ˈvixu]
Μισθ.
βήχνω
[ˈvixnο]
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Φερτάκ., Φλογ.
βηχίζου
[viˈçizu]
Σίλ.
Παρατατ.
βήχισ̑κα
[ˈviçiʃka]
Μισθ.
βήχνισ̑κα
[ˈvixniʃka]
Γούρδ., Φλογ.
Αόρ.
έβηξα
[ˈeviksa]
Γούρδ., Μισθ., Φλογ.
έβηχσα
[ˈevixsa]
Φερτάκ.
Νεότ. ρ. βήχω, το οπ. από το αρχ. ρ. βήσσω.
Βήχω
ό.π.τ.
:
Πατισ̑άχου ντο κορίσ̑' έβηχσε
(Η κόρη του βασιλιά έβηξε)
Φερτάκ.
-Dawk.
Βήχισ̑καν ένα χρόνος
(Έβηχαν για ένα χρόνο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.