ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βίγλα (ουσ. θηλ.) βίγλα [ˈviɣla] Ποτάμ., Σινασσ., Τζαλ. βἰλγα [ˈvilɣa] Σίλ. Μεσν. ουσ. βίγλα < λατιν. ρ. vigilare.
1. Φρουρά, σημείο φρούρησης μόνο σε άσμ.: Σινασσ., Τζαλ. : || Ασμ. Η πάνω βίγλα πάρτηκεν, η κάτ' αποκοιμάται (Η φρουρά του άνω ορόφου κατελήφθη, η κάτω κοιμάται) Σινασσ. -Αρχέλ.
2. Ως τοπων. Ποτάμ., Σίλ. : Άι-Βίγλα ήτανε ένα χαλασμένο εκκλησία (Η Άι-Βίγλα ήταν μιά ερειπωμένη εκκλησία) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ.