βιζιλτί
(ουσ. ουδ.)
βι̂ζι̂λτι̂́
[vɯzɯlˈtɯ]
Αξ.
βι̂ζι̂ρτι̂́
[vɯzɯrˈtɯ]
Αραβαν.
βιζιλτ͑ούς
[vizilˈtʰus]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. vızıltı = βόμβος.