βιτάς
(ουσ. αρσ.)
βιτάς
[viˈtas]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. vida (< ιτ. vida) = βίδα.
1. Βίδα
Συνών.
κόχλος
2. Παξιμάδι