βιλλίκα
(ουσ. θηλ.)
βιλλίκα
[viˈlika]
Αραβαν.
Από το ουσ. βιλλί και το υποκορ. επίθμ. -ίκα.
Mικρό πέος
Πβ.
πουλί :4