βλαττί
(ουσ. ουδ.)
βλαττί
[vlaˈti]
Σινασσ.
Από το πρώιμ. μεσν. ουσ. βλαττίον = πολυτελές ύφασμα, το οπ. από το μεταγν. ουσ. βλάττα (< λατιν. blatta).
Μεταξωτό ύφασμα, μόνο σε άσμ.
:
|| Ασμ.
Εσύ καθήσαι σε βλαττί και σε βασιλοσκάμνι,
κι εγώ καθήμαι σε δεντρί ξερί ταλίν επάνω (Εσύ κάθεσαι πάνω στα μετάξια και σε βασιλικό θρόνο,
κι εγώ κάθομαι πάνω στο κλαδί ξερού δέντρου) Σινασσ. -Lag.
κι εγώ καθήμαι σε δεντρί ξερί ταλίν επάνω (Εσύ κάθεσαι πάνω στα μετάξια και σε βασιλικό θρόνο,
κι εγώ κάθομαι πάνω στο κλαδί ξερού δέντρου) Σινασσ. -Lag.