βίρα
(επίρρ.)
βίρα
[ˈvira]
Μισθ.
βέρα
[ˈvera]
Μισθ.
βίρε
[ˈvire]
Μαλακ., Φάρασ., Φλογ.
μπίρα
[ʹbira]
Τσαρικ.
Από το τουρκ. επίρρ. vira = συνεχώς, αδιαλείπτως, όπου και διαλεκτ. τύπ. vire και vera. Ο τύπ. μπίρα πιθ. με επίδρ. του μπίργαντα.
1. Συνεχώς
Μισθ., Φλογ.
:
Πουλιού το μελός βίρε σο κοκκί 'ναι
(Του πουλιού το μυαλό είναι συνεχώς στον σπόρο)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Νε τρώ’ νε κάθεται πούτε· βίρε παρπατεί
(Ούτε τρώει ούτε κάθεται ποτέ· συνεχώς περπατάει)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ατά αντρασυναίκα βέρα ντοϊστίζ'νι
(Αυτό το αντρόγυνο συνέχεια μαλώνει)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μπίρα πουρμπαdούν ιντσάν' 'αν ντου μορμούτσ̑'
(Οι άνθρωποι περπατούν συνεχώς, σαν τα μυρμήγκια)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Συνών.
μπίργαντα, ντάιμα, όλο, χεμέν
2. Επαναλαμβανόμενο, αλλεπάλληλα
Μαλακ.