χεμέν
(επίρρ.)
χεμέν
[çeˈmen]
Αραβαν., Ουλαγ., Σίλατ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ.
χεμέ
[çeˈme]
Καππ.
χαμέν
[xaˈmen]
Φάρασ.
χεμετέν
[çeme'ten]
Καππ.
χέμενdεν
[ˈçemenden]
Αραβαν.
χέμεν
[ˈçemen]
Αξ.
α̈μα̈́ν
[æˈmæn]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το τουρκ. επίρρ. hemen (< περσ. hamān) = αμέσως, όπου και διαλεκτ. τύπ. heman.
1. Αμέσως
ό.π.τ.
:
Τον ντο ξέβαλεν, χεμέν βασ̑ιλέγα το παιδί πιάσεν ντο
(Όταν το έβγαλε, αμέσως ο βασιλιάς άρπαξε το παιδί)
Σίλατ.
-Dawk.
Έφυγανε χεμέν
(Έφυγαν αμέσως)
Φάρασ.
-Dawk.
Χεμέ μπίνσεν ντo
(Αμέσως το καβάλησε)
Ουλαγ.
-Dawk.
Χεμετέν σ̑ηκώθην, πορπάτσεν
(Αμέσως σηκώθηκε, περπάτησε)
Σίλατ.
-Dawk.
Χεμετέν πεγάσεν ντο σο σπίτ
(Αμέσως την πήγε στο σπίτι)
Σίλατ.
-Dawk.
Χέμενdεν το καμήλ' μι το στόμα τ' γάπσεν ντο ασ' το σϋκσǘνι τ'
(Αμέσως η καμήλα τον άρπαξε με το στόμα της από τον λαιμό του)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Είδα το νομάτη τσ̑αί α̈μα̈́ν πηάγα κονdά του
(Όταν είδα τον άνθρωπο, αμέσως πήγα κοντά του)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Ας τον φόουν του α̈μα̈́ν πήριν σα σ̑έρα του το τουφάνκι, έσυριν
(Από τον φόβο του, αμέσως πήρε στα χέρια του το τουφέκι, πυροβόλησε)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
Χέμεν σέμεν σ' έναν αραμπά
(Αμέσως μπήκε σε μιά άμαξα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Συνών.
άνιντε, αρέ, αψά, αψούτσικα, χάρπανταν
2. Μόλις
Σίλ., Φλογ.
:
Χέμεν σηκώθην το τρεν', πασλάτ'σανε Κουρτ' με τα χτέρε τασλάτναν μας, κι αβούτσια το τρεν' μάκρυνε και κουλτώσαμε
(Μόλις ξεκίνησε το τρένο, άρχισαν κάποιοι Κούρδοι να μας πετροβολούν. Και έτσι το τρένο απομακρύνθηκε και γλυτώσαμε)
Φλογ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Συνών.
άμα
3. Διαρκώς
Σίλ.
:
Αυτσ̑ή χεμέν ορίζει μας
(Αυτή διαρκώς μας διατάζει)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
βίρα, μπίργαντα, ντάιμα