άμα
(επίρρ.,σύνδ.)
άμα
[ˈama]
Καππ.
Αρχ. επίρρ. ἅμα.
1. Χρον. σύνδ., μόλις, ευθύς
ό.π.τ.
:
Απόστολ' άμα τράν'σαν ναίκα, «Έλα γιώ, ναίκα», είπαν
(Οι απόστολοι όταν είδαν την γυναίκα, είπαν: «Έλα δω, γυναίκα»)
Αξ.
-Dawk.
Είπεν ετούτα τα λόγια ντεβρίσ̑ης, άμα είδεν γεμέκια να τρώγει το παιδί
(Είπε αυτά τα λόγια ο δερβίσης μόλις είδε να τρώει το παιδί φαγητά)
Ποτάμ.
-Dawk.
Άμα σ̑ύφτασαν σο μαγαρά, σάλσε και τ’ άλλο το ταμbούρ'
(Μόλις έφτασαν στην σπηλιά εκείνος οδήγησε μακριά και το άλλο το τάγμα)
Γούρδ.
-Dawk.
Άμα πήγεν σο ποτάμ' κονdά, λάχ'σεν το ντεϊρμενdζ̑ή ασ’ άλογο απάνω σο ποτάμ'
(Μόλις πήγε κοντά στο ποτάμι, έσπρωξε τον μυλωνά από το άλογο μέσα στο ποτάμι)
Ποτάμ.
-Dawk.
Άμα ερχούταν να μας σφάξουν παλιά, θώρεινάν το μπροστά τους
(Όταν έρχονταν να μας σφάξουν παλιά, τον έβλεπαν μπροστά τους, ενν. τον άγιο)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Άμα πήρα το χαρτιό ασ' τη χαρά μ' χέμιν έκλαιγα, χέμιν φίλεινα το, αζάρ σ̑υλώθην ασ' τα δάκρυα μ'
(Μόλις πήρα το γράμμα, από την χαρά μου και έκλαιγα και το φίλαγα, φυσικά μούσκεψε από τα δάκρυά μου)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Συνών.
μπαραμπάρια, ότιχαλα, σαμού, χεμέν
2. Τροπ. επίρρ., μαζί
Αραβαν.
:
Αμ’ τ’ εκείνο
(Μαζί με εκείνον)
Αραβαν.
Συνών.
αντάμα, μετά, μπαραμπάρια
3. Υποθ. σύνδ., εάν, εάν τυχόν
ό.π.τ.
:
Άμα ήθελες ταγάρια τα έκοφτες
(Εάν ήθελες ταγάρια τα έκοβες)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Άμα δε κρέεις, μη δου σάνεις
(Άμα δεν θέλεις, μην το κάνεις)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Άμα νταγουλντίσ' ντου λάι σου λερό, τσ̑όδι από μάτ' τσ̑είδι
(Αν διαλυθεί το λάδι στο νερό, τότε από μάτιασμα είναι (κάποιος άρρωστος))
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Άμα ρεν πήγα, είσ̑' μη τουν ναύρου
(Αν δεν πήγαινα, δεν θα τον έβρισκα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Άμα ταφλαdίσ’ πισίκα ξέβην ντιρί, γίνεται γόνdζιλος
(Άμα τον διασκελίσει γάτα, ενν. τον νεκρό, έμεινε άλιωτος, γίνεται βρικόλακας)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Άμα να γενεί τίποτα, να κρυφτούμ’ 'ς του Μιχαήλ Αρχάγγελο το τρόσι
(Αμα γίνει τίποτα, θα κρυφτούμε στο υπόγειο καταφύγιο του Αρχάγγελου Μιχαήλ)
Τζαλ.
-ΚΜΣ-ΚΠ342
Συνών.
αν, έγερ, να