ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αμάραντο (ουσ. ουδ.) Πληθ. μάρανdα [ˈmaranda] Ανακ. Θηλ. μάρανdες [ˈmarandes] Ανακ. Από το μεταγν. ουσ. ἀμάραντον (ενν. ἄνθος), το οπ. από ουσιαστικοπ. του μεταγν. επίθ. ἀμάραντος. Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. maranda (Symeonidis 1973: 172).
Το φυτό ιξός ο λευκός (Viscum album) της οικογενείας των Ιξοειδών, κοινώς γκι, με τα άνθη του οποίου στολιζόταν ο Επιτάφιος ό.π.τ.