ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αματί (σύνδ.) αματσ̑ί [amaˈtʃi] Τελμ. Πιθ. από τον σύνδ. αμά = αλλά και τον ερωτηματ. σύνδ. τι. Δεν αποκλείεται και σύνδεση με το τουρκ. amaç = σκοπός.
1. Ερωτηματ. αιτιολ. σύνδεσμος, γιατί; : Και 'άν'dο να φαν, ντεν έφαγαν· και αδελφό τουν γκαι λέχ': «Αματσ̑ί ντεν ντρώτε;» (Και όταν ήταν να φάνε, δεν έφαγαν· και ο αδελφός τους είπε «Γιατί δεν τρώτε;») Τελμ. -Dawk. Αματσ̑ί γίνεται ετό, δεν ξέρω (Γιατί γίνεται αυτό, δεν ξέρω) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Αματσί δεν το παίρνεις το προγιαστό μ'; (Γιατί δεν το παίρνεις το πρόσφορό μου;) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ήρτεν πεθερά τσης ασ' σην εκκλησά και λέει τσης: «Aματσί δεν άναψες λίγο μανgάλι; παγώνω». (Ήρθε η πεθερά της από την εκκλησία και της λέει: «γιατί δεν άναψες λίγο το μαγκάλι; κρυώνω») Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. γιάντα, γιατί, νάτσι, σοτίπως
2. Γιατί, αιτιολογ. σύνδεσμος Τελμ. : Τα καταριόταν αματσ̑ί τα γκελέdζεψαν αυτά (Τα καταριόταν γιατί μίλησαν γι' αυτά) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. αν, από, γιατί, επειδή, τσούνκι