αματί
(σύνδ.)
αματσ̑ί
[amaˈtʃi]
Τελμ.
Πιθ. από τον σύνδ. αμά = αλλά και τον ερωτηματ. σύνδ. τι. Δεν αποκλείεται και σύνδεση με το τουρκ. amaç = σκοπός.
1. Ερωτηματ. αιτιολ. σύνδεσμος, γιατί;
:
Και 'άν'dο να φαν, ντεν έφαγαν· και αδελφό τουν γκαι λέχ': «Αματσ̑ί ντεν ντρώτε;»
(Και όταν ήταν να φάνε, δεν έφαγαν· και ο αδελφός τους είπε «Γιατί δεν τρώτε;»)
Τελμ.
-Dawk.
Αματσ̑ί γίνεται ετό, δεν ξέρω
(Γιατί γίνεται αυτό, δεν ξέρω)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Αματσί δεν το παίρνεις το προγιαστό μ';
(Γιατί δεν το παίρνεις το πρόσφορό μου;)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ήρτεν πεθερά τσης ασ' σην εκκλησά και λέει τσης: «Aματσί δεν άναψες λίγο μανgάλι; παγώνω».
(Ήρθε η πεθερά της από την εκκλησία και της λέει: «γιατί δεν άναψες λίγο το μαγκάλι; κρυώνω»)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
γιάντα, γιατί, νάτσι, σοτίπως
2. Γιατί, αιτιολογ. σύνδεσμος
Τελμ.
:
Τα καταριόταν αματσ̑ί τα γκελέdζεψαν αυτά
(Τα καταριόταν γιατί μίλησαν γι' αυτά)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
αν, από, γιατί, επειδή, τσούνκι