νάτσι
(σύνδ.)
νάτσ̑ι
[ˈnatʃi]
Σίλ.
νάτσ̑'
[natʃ]
Σίλ.
νάσ̑ι
[ˈnasi]
Σίλ.
νάσ̑'
[naʃ]
Σίλ.
Από την αρχ. φρ. ἵνα τί. Πβ. και το τουρκ. naşi = ως εκ τούτου, λόγω, εξαιτίας.
Ερωτηματ. αιτιολ. σύνδ., γιατί
:
Νάτσ̑ι ήρτες; πέ τα, να τα γιουκούσου
(Γιατί ήρθες; πές μου να το ακούσω)
Σίλ.
-Dawk.
Nάτσ̑ι dϋσ̑ϋνdές τουτσά πικρά;
(Γιατί είσαι έτσι βαριά συλλογισμένος;)
Σίλ.
-Dawk.
Nάτσ̑' ντεβινdάς;
(Γιατί κοπιάζεις;)
-ΚΜΣ-ΛΚ3
Νάσ̑' να 'νεί ζιανού;
(Γιατί να γίνει ζημιά;)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Νασ̑' τα χάχτσισις; Σε τα τσ̑ατλατσίζ
(Γιατί τα στρίμωξες; Θα τα σκάσεις)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Νάσι γελάς που τσακώσ'κε λαγήνι μ';
(Γιατί γελάς που έσπασε η στάμνα μου;)
Σίλ.
-Συλλ.
|| Ασμ.
'πώσκιαν τσ̑η σωρεί παπάς τσης, κλαίει κλαίει, ρεν μουλλώνει
Νας τσ̑ι κλαίεις μερ παπά μου; -'γὠ μην κλάψου τσ̑ις να κλάψ̑ει; (Μόλις την βλέπει ο παπάς της, κλαίει κλαίει, δεν σταματά
Γιατί κλαίς βρε παπά μου;-Αν δεν κλάψω εγώ ποιος να κλάψει;) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. αματί, γιάντα, γιατί, σοτίπως
Νας τσ̑ι κλαίεις μερ παπά μου; -'γὠ μην κλάψου τσ̑ις να κλάψ̑ει; (Μόλις την βλέπει ο παπάς της, κλαίει κλαίει, δεν σταματά
Γιατί κλαίς βρε παπά μου;-Αν δεν κλάψω εγώ ποιος να κλάψει;) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. αματί, γιάντα, γιατί, σοτίπως