ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νάτσι (σύνδ.) νάτσ̑ι [ˈnatʃi] Σίλ. νάτσ̑' [natʃ] Σίλ. νάσ̑ι [ˈnasi] Σίλ. νάσ̑' [naʃ] Σίλ. Από την αρχ. φρ. ἵνα τί. Πβ. και το τουρκ. naşi = ως εκ τούτου, λόγω, εξαιτίας.
Ερωτηματ. αιτιολ. σύνδ., γιατί : Νάτσ̑ι ήρτες; πέ τα, να τα γιουκούσου (Γιατί ήρθες; πές μου να το ακούσω) Σίλ. -Dawk. Nάτσ̑ι dϋσ̑ϋνdές τουτσά πικρά; (Γιατί είσαι έτσι βαριά συλλογισμένος;) Σίλ. -Dawk. Nάτσ̑' ντεβινdάς; (Γιατί κοπιάζεις;) -ΚΜΣ-ΛΚ3 Νάσ̑' να 'νεί ζιανού; (Γιατί να γίνει ζημιά;) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Νασ̑' τα χάχτσισις; Σε τα τσ̑ατλατσίζ (Γιατί τα στρίμωξες; Θα τα σκάσεις) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Νάσι γελάς που τσακώσ'κε λαγήνι μ'; (Γιατί γελάς που έσπασε η στάμνα μου;) Σίλ. -Συλλ. || Ασμ. 'πώσκιαν τσ̑η σωρεί παπάς τσης, κλαίει κλαίει, ρεν μουλλώνει
Νας τσ̑ι κλαίεις μερ παπά μου; -'γὠ μην κλάψου τσ̑ις να κλάψ̑ει;
(Μόλις την βλέπει ο παπάς της, κλαίει κλαίει, δεν σταματά
Γιατί κλαίς βρε παπά μου;-Αν δεν κλάψω εγώ ποιος να κλάψει;)
Σίλ. -Κωστ.Σ.
Συνών. αματί, γιάντα, γιατί, σοτίπως