νάρθηκας
(ουσ. αρσ.)
νάρθηκα
[ˈnarθika]
Σινασσ.
νάρτηκα
[ˈnartika]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλατ.
'άρτηκας
[ˈartikas]
Μισθ.
'άρτηκα
[ˈartika]
Ανακ., Αραβαν., Σίλατ., Τροχ., Φερτάκ.
'αρτήκα
[arˈtika]
Ουλαγ.
νάρτηκα
[ˈnartika]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ.
'άρτηκα
[ˈartika]
Ανακ., Αραβαν., Σίλατ., Σινασσ., Τροχ., Φερτάκ.
Από το αρχ. ουσ. νάρθηξ = καλαμοειδές φυτό, μεταγν. σημ. ‘θήκη'. Ο τύπ. νάρθηκας μεσν. Ο τύπ. νάρτηκας νεότ. Ο τύπ. άρτηκας (με εσφαλμένη κατάτμηση όπου το αρκτ. ν- επαναναλύθηκε ως ληκτικό -ν του ορ. άρθρ.) επίσης νεότ. (πβ. και μεσν. τύπ. ἄρθηξ). H λ. και ως θηλ., με μεταπλ. λόγω του ληκτ. -α (Costakis 1964: 33).
Νάρθηκας εκκλησίας, χώρος που καταλαμβάνει τη δυτική πλευρά του ναού
ό.π.τ.
:
Έχισκεν ΄άρτηκα, έξ’ σειρές στασίδια, δυό σειρές ντιρέκια με πέτρες, έχισκε και κουπέ
(Είχε νάρθηκα, έξι σειρές στασίδια, δυό σειρές κολόνες πέτρινες, είχε και θόλο)
Τροχ.
-ΚΜΣ-ΚΠ290
Σο νεκκλησ̑ά ομπρό, σο νάρτηκα αφ' κάτω θωρούμε λίγου ναίκες, μοιράζ̑'νε μοίρες
(Στην εκκλησία εμπρός, στον νάρθηκα από κάτω, βλέπουμε λίγες γυναίκες, μοιράζουν τρόφιμα στην μνήμη των νεκρών τους)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Στην άρτηκα μπροστά κειότουν ένα μαγμέρ'
(Μπροστά στον νάρθηκα ήταν ένα μάρμαρο)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Ήκ'σα την προχτές στη νάρτηκα του εκκλησ̑άς και 'νηξέρασα
(Την άκουσα προχτές στο νάρθηκα της εκκλησίας, και μου ήρθε εμετός)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.