ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ναμκιόρης (επίθ.) ναμκιόρης [namʹcoris] Φάρασ. ναμικιόρης [namiʹcoris] Σινασσ. ναμκ͑όρ’ [namˈkʰor] Φάρασ. νεμκ͑όρ [nemˈkhor] Μαλακ., Ποτάμ. Θηλ. ναμκ͑όρ’τ͑σα [namˈkʰortʰsa] Φάρασ. Ουδ. ναμκ͑όρι [namˈkʰori] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. nankör (< περσ. nānkūr), όπου και διαλεκτ. τύπ. nankor = αχάριστος. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ.
Αχάριστος ό.π.τ. : Νεμκ͑όρ κάτα (Αχάριστη γάτα) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. μεμουνσούζη, χαΐνης :2