ναμκιόρης
(επίθ.)
ναμκιόρης
[namʹcoris]
Φάρασ.
ναμικιόρης
[namiʹcoris]
Σινασσ.
ναμκ͑όρ’
[namˈkʰor]
Φάρασ.
νεμκ͑όρ
[nemˈkhor]
Μαλακ., Ποτάμ.
Θηλ.
ναμκ͑όρ’τ͑σα
[namˈkʰortʰsa]
Φάρασ.
Ουδ.
ναμκ͑όρι
[namˈkʰori]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. nankör (< περσ. nānkūr), όπου και διαλεκτ. τύπ. nankor = αχάριστος. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ.