ναλίνι
(ουσ. ουδ.)
ναλίνι
[naˈlini]
Αφσάρ.
ναλίν'
[naˈlin]
Σίλατ.
λαλίνι
[laˈlini]
Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ.
Πληθ.
λαλίνgια
[laˈlinɟa]
Ανακ., Αξ., Γούρδ.
Aπό το τουρκ. ουσ. nalin, όπου και διαλεκτ. τύπ. lâlin = α) τακούνια β) τσόκαρα. Η λ. και Ιων. Κρήτ.
1. Ξύλινα τσόκαρα
ό.π.τ.
:
Tαχτά ναλίν'
(Ξύλινο τσόκαρο)
-Νίγδ.-Σταμ.
2. Ξύλινο τσόκαρο
ό.π.τ.
:
Tαχτά ναλίν'
(Ξύλινο τσόκαρο)
Σίλατ.
-Νίγδ.-Σταμ.