ναζάρι
(ουσ. ουδ.)
ναζάρι
[naˈzari]
Σίλ.
ναζάρ'
[naˈzar]
Φερτάκ.
Από το νεότ. ουσ. ναζάρι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. nazar = α) βλέμμα β) κακό μάτι, μάτιασμα.
Κακό μάτι, μάτιασμα
:
|| Φρ.
Φτσ̑άνου ναζάρι
(Κάνω κακό μάτι˙ ματιάζω)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.