νάκιλ
(ουσ. ουδ.)
νάκι̂λ
[ˈnakɯl]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. nakil = α) μεταφορά β) μετάφραση γ) αφήγηση. Πβ. νάκλι Κρήτ.