ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νάκιλ (ουσ. ουδ.) νάκι̂λ [ˈnakɯl] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. nakil = α) μεταφορά β) μετάφραση γ) αφήγηση. Πβ. νάκλι Κρήτ.
Διήγηση : || Φρ. Σ̑άνω νάκι̂λ (Κάνω αφήγηση˙ αφηγούμαι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. τσόρι
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025