τσόρι
(ουσ. ουδ.)
τ͑σ̑όρι
[ˈtʰʃοri]
Φάρασ.
τσ̑όρ'
[tʃor]
Μαλακ., Μισθ.
τσ̑ούρ'
[tʃur]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çor = α) ασθένεια, μολυσματική ασθένεια ζώων β) μτφ., κουβέντα, κακία, βλασφημία, όπου και διαλεκτ. τύπ. çör (< αρμεν. č‘oṙ = κρυολόγημα, ασθένεια ζώων ή φυτών).
1. Αθεράπευτη ασθένεια
Φάρασ.
β.
Ειδικότ., ασθένεια των πουλερικών
Μισθ.
γ.
Επιδημία
Μαλακ.