ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσόρι (ουσ. ουδ.) τ͑σ̑όρι [ˈtʰʃοri] Φάρασ. τσ̑όρ' [tʃor] Μαλακ., Μισθ. τσ̑ούρ' [tʃur] Μισθ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çor = α) ασθένεια, μολυσματική ασθένεια ζώων β) μτφ., κουβέντα, κακία, βλασφημία, όπου και διαλεκτ. τύπ. çör (< αρμεν. č‘oṙ = κρυολόγημα, ασθένεια ζώων ή φυτών).
1. Αθεράπευτη ασθένεια Φάρασ.
β. Ειδικότ., ασθένεια των πουλερικών Μισθ.
γ. Επιδημία Μαλακ.
2. Κουτσομπολιό Φάρασ. Συνών. γοβτσουλούχι
3. Διήγηση Φάρασ. Συνών. νάκιλ