τσόπι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑όπι
['tʃopi]
Ποτάμ., Σίλ., Φάρασ.
τ͑σ̑όπ͑ι
['tʰʃopʰi]
Φάρασ.
τσ̑όπ'
[tʃop]
Ποτάμ., Σινασσ.
τσο̈́πι
[ˈtsøpi]
Αραβ.
τσ̑ο̈́π'
[tʃøp]
Τελμ., Τσελτ.
τσο̈́π'
[tsøp]
Αξ., Ουλαγ.
Πληθ.
τσ̑ο̈́πια
['tʃøpça]
Αραβαν.
τσο̈́πια
['tsøpça]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ουσ. çöp, όπου και διαλεκτ. τύπ. çop= α) σκουπίδι β) λεπτό κομμάτι ξύλου ή άχυρου, κλαδάκι, γ) διαλεκτ., αγκαθωτό ξύλο δ) ξύλινο καρφί ε) φρύγανα, ξερό χόρτο.
1. Σκουπίδι
Αξ., Ουλαγ., Σίλ., Φάρασ.
:
Ως πορπατά έμπηκι στου μάdζ̑ιν τσης ένα τσ̑όπι, κι προύσ̑κι
(Όπως περπατούσε, μπήκε στο μάτι τις ένα σκουπιδάκι και πρήστηκε)
Σίλ.
-Ταλιανίδ.Ερωτημ.
|| Φρ.
Τσ̑ιπ ρεν έσ̑ει απέσου του τσ̑όπι
(Δεν έχει καθόλου σκουπίδια μέσα του˙ Είναι αθώος)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
2. Ξερό κλαδάκι
Αραβαν., Ουλαγ., Ποτάμ., Τελμ., Φάρασ.
:
Ήφερεν ένα τσ̑ο̈π
(έφερε ένα κλαδάκι)
Τελμ.
-Dawk.
Ετό άντρα πήγε σο βουνί να σωρόπσ̑ει τσ̑όπια, να τ’ άψουν ντεΐ
(αυτός ο άντρας πήγε στο βουνό να μαζέψει ξερά κλαδιά γι' αυτούς για να τα κάψουν)
Αραβαν.
-Dawk.
|| Φρ.
Τσ̑όπι ρε μου 'πόμ'νι
(Δεν μου έμεινε ξερόκλαδο˙ δεν μου έμεινε τίποτα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
β.
Κοτσάνι
Αραβ.
:
Ασ' σο μαύρο το σταφίδα το τσο̈́πι
(Το κοτσάνι της μαύρης σταφίδας
)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ165
Απ’ το κόσκινο πέτανισ̑κε ντα σταφύα gι άφηνισ̑κε dά τσο̈́πια
(από το κόσκινο πετούσε τα σταφύλια και άφηνε τα κοτσάνια
)
Ουλαγ.
-Κεσ.
3. Κομμάτι από χόρτο ή ξύλο, ματσούκι
Ποτάμ., Φάρασ.
:
Και το παιδί είπεν το τσ̑όπι του: «Λεbbέ, τσ̑οπούμ»
(και το αγόρι είπε στο ματσούκι του: «Εδώ είμαι ματσούκι μου»)
Ποτάμ.
-Dawk.
Το τσ̑οπ πήρεν ντα, και ήρτε
(το ματσούκι τους πήρε και ήρθε)
Ποτάμ.
-Dawk.
Κι εσ̑ύ σέμα, έπαρ το τσ̑οπ, και φέρ το σο θύρ ομbρό
(και εσύ μπες μέσα, πάρε το ματσούκι και φέρε το μπροστά από την πόρτα)
Ποτάμ.
-Dawk.
β.
Διχαλωτό ξυλαράκι
Τσελτ.