ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσόπι (ουσ. ουδ.) τσ̑όπι ['tʃopi] Ποτάμ., Σίλ., Φάρασ. τ͑σ̑όπ͑ι ['tʰʃopʰi] Φάρασ. τσ̑όπ' [tʃop] Ποτάμ., Σινασσ. τσο̈́πι [ˈtsøpi] Αραβ. τσ̑ο̈́π' [tʃøp] Τελμ., Τσελτ. τσο̈́π' [tsøp] Αξ., Ουλαγ. Πληθ. τσ̑ο̈́πια ['tʃøpça] Αραβαν. τσο̈́πια ['tsøpça] Ουλαγ. Από το τουρκ. ουσ. çöp, όπου και διαλεκτ. τύπ. çop= α) σκουπίδι β) λεπτό κομμάτι ξύλου ή άχυρου, κλαδάκι, γ) διαλεκτ., αγκαθωτό ξύλο δ) ξύλινο καρφί ε) φρύγανα, ξερό χόρτο.
1. Σκουπίδι Αξ., Ουλαγ., Σίλ., Φάρασ. : Ως πορπατά έμπηκι στου μάdζ̑ιν τσης ένα τσ̑όπι, κι προύσ̑κι (Όπως περπατούσε, μπήκε στο μάτι τις ένα σκουπιδάκι και πρήστηκε) Σίλ. -Ταλιανίδ.Ερωτημ. || Φρ. Τσ̑ιπ ρεν έσ̑ει απέσου του τσ̑όπι (Δεν έχει καθόλου σκουπίδια μέσα του˙ Είναι αθώος) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6
2. Ξερό κλαδάκι Αραβαν., Ουλαγ., Ποτάμ., Τελμ., Φάρασ. : Ήφερεν ένα τσ̑ο̈π (έφερε ένα κλαδάκι) Τελμ. -Dawk. Ετό άντρα πήγε σο βουνί να σωρόπσ̑ει τσ̑όπια, να τ’ άψουν ντεΐ (αυτός ο άντρας πήγε στο βουνό να μαζέψει ξερά κλαδιά γι' αυτούς για να τα κάψουν) Αραβαν. -Dawk. || Φρ. Τσ̑όπι ρε μου 'πόμ'νι (Δεν μου έμεινε ξερόκλαδο˙ δεν μου έμεινε τίποτα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6
β. Κοτσάνι Αραβ. : Ασ' σο μαύρο το σταφίδα το τσο̈́πι (Το κοτσάνι της μαύρης σταφίδας ) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ165 Απ’ το κόσκινο πέτανισ̑κε ντα σταφύα gι άφηνισ̑κε dά τσο̈́πια (από το κόσκινο πετούσε τα σταφύλια και άφηνε τα κοτσάνια ) Ουλαγ. -Κεσ.
3. Κομμάτι από χόρτο ή ξύλο, ματσούκι Ποτάμ., Φάρασ. : Και το παιδί είπεν το τσ̑όπι του: «Λεbbέ, τσ̑οπούμ» (και το αγόρι είπε στο ματσούκι του: «Εδώ είμαι ματσούκι μου») Ποτάμ. -Dawk. Το τσ̑οπ πήρεν ντα, και ήρτε (το ματσούκι τους πήρε και ήρθε) Ποτάμ. -Dawk. Κι εσ̑ύ σέμα, έπαρ το τσ̑οπ, και φέρ το σο θύρ ομbρό (και εσύ μπες μέσα, πάρε το ματσούκι και φέρε το μπροστά από την πόρτα) Ποτάμ. -Dawk.
β. Διχαλωτό ξυλαράκι Τσελτ.
4. Βελόνα πλεξίματος Σινασσ. Συνών. μίλι, τσιμπίδι :3, τσίπρα