τσολπάς
(επίθ.)
τ͑σολπ͑άς
[tʰsolˈpʰas]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. çolpa = αδέξιος.
Αδέξιος
Συνών.
πεσιρικσούζι :1, τσολπάρης