ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσομπάνος (ουσ. αρσ.) τσοbάνους [tsοˈbanus] Μισθ. τ͑σ̑οπάνος [tʰʃoˈpanos] Σατ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ. τσ̑οπάνους [tʃoˈpanus] Μαλακ., Φάρασ. τσ̑οπάνης [tʃoˈpanis] Μισθ. τσοbάν [tsοˈban] Ουλαγ. Πληθ. τσοπάν' [tsoˈpan] Μαλακ. Θηλ. τσ̑οbάνισσα [tʃοˈbanisa] Σίλ. Νεότ. ουσ. τσοπάνης, το οπ. από το τουρκ. ουσ. çoban = βοσκός, όπου και παλ. τουρκ. çopan (βλ. Tietze 2016, λ. çoban, çopan).
Βοσκός ό.π.τ. : Να πας να τα μίξεις στο τσ̑οπάν' να βοσ̑κηχούν (να πας να τα σμίξεις στον τσοπάνη να βοσκήσουν) Μισθ. -Κωστ.Μ. Βγάλλιξαμ' ένα τσobάνου –πιστικό για ούλου χωργιού ναέλ (βγάζαμε έναν τσοπάνο για όλο το κοπάδι του χωριού) Μισθ. -Κοτσαν. Ήσανdε και τσοπάνοι που βόσκανε τα βόιδε και κατσίκες (ήταν και βοσκοί που έβοσκαν τα βόδια και τις κατσίκες) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Ατό τ’ αλισφερίσι 'ινούτουνι τάιμα την άνοιξη τσ̑αι 'πομέν'καν οι τσοbάνοι χως το μαθόπωρο (Αυτή η συναλλαγή γινόταν πάντα το καλοκαίη, και έμεναν οι τσοπάνοι ως το φθινόπωρο) Σατ. -Παπαδ. || Φρ. Καϊτουριού τσ̑οπάνους (Γαϊδουριού τσοπάνος˙ ύβρις) Μαλακ. -Τζιούτζ. || Παροιμ. Χωρίς τσοπάνος πρόγατο τρώει το λύκος (Χωρίς βοσκό το πρόβατο το τρώει ο λύκος˙ Ένας ισχυρός προστάτης-καθοδηγητής είναι πάντα απαραίτητος) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. πιστικός