ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσομέρτης (επίθ.) τσομέρτης [tsoˈmertis] Σινασσ. τσ̑ομάρτης [tʃoˈmartis] Φάρασ. τζομέρτ' [dzoˈmert] Μαλακ. Από το τουρκ. επίθ. cömert (< περσ. cōmard) = γενναιόδωρος, όπου και διαλεκτ. τύπ. comart. Πβ. και τύπ. τζουμέρτης στην ν.ε. λεξικογραφία του 19ου αι.
Γενναιόδωρος ό.π.τ. : || Παροιμ. Του νεκέση το μάλι χάνεται ’ς του τσ̑ομάρτη πολύ (Του τσιγγούνη η περιουσία χάνεται περισσότερο από του γενναιόδωρου˙ Του φιλάργυρου η περιουσία εξανεμίζεται από ανθρώπους του περιβάλλοντός του) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.