τσομέρτης
(επίθ.)
τσομέρτης
[tsoˈmertis]
Σινασσ.
τσ̑ομάρτης
[tʃoˈmartis]
Φάρασ.
τζομέρτ'
[dzoˈmert]
Μαλακ.
Από το τουρκ. επίθ. cömert (< περσ. cōmard) = γενναιόδωρος, όπου και διαλεκτ. τύπ. comart. Πβ. και τύπ. τζουμέρτης στην ν.ε. λεξικογραφία του 19ου αι.
Γενναιόδωρος
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Του νεκέση το μάλι χάνεται ’ς του τσ̑ομάρτη πολύ
(Του τσιγγούνη η περιουσία χάνεται περισσότερο από του γενναιόδωρου˙ Του φιλάργυρου η περιουσία εξανεμίζεται από ανθρώπους του περιβάλλοντός του)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.