τσολάχος
(επίθ.)
τσ̑ολάχος
[tʃοˈlaxos]
Φάρασ.
τ͑σ̑ολάχος
[tʰʃo'laxos]
Φάρασ.
τσ̑ολάχους
[tʃo'laxus]
Φάρασ.
τσ̑ολάχου
[tʃοˈlaxu]
Φλογ.
Θηλ.
τ͑σ̑ολαχού
[tʰʃola'xu]
Φάρασ.
Ουδ.
τ͑σ̑ολάχ̇ι
[tʰʃo'laxi]
Φάρασ.
τσολάκ
[tso'lak]
Ουλαγ.
τσ̑ολάχ
[tʃo'lax]
Αξ., Μισθ., Τροχ.
Από το τουρκ. επίθ. çolak = κουλός.
1. Κουλός, ανάπηρος
ό.π.τ.
:
'φοdές πααίνκαν, δώdζ̑εν αν τσ̑ολάχος μερμήτζ̑ι 'αλία
(καθώς περνούσαν, ένα κουλό μυρμήγκι έβγαλε μία φωνή)
Φάρασ.
-Dawk.
Ντου τσολάχ ήρτην
(ο κουλοχέρης ήρθε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Η κόρη μου ένι τσ̑ολάχος
(Η κόρη μου είναι κουλή)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Τσολάχ ’σαι; Δε μπορείς να το πιάσεις ’δα;
(Κουλός είσαι; Δεν μπορείς να το πιάσεις αυτό;)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
ήμισυς :2, οκνιάρης :2, σακάτης :1
2. Στραβοχέρης
Αξ.
:
Τσ̑ολάχ ντιάσκαλος
(Στραβοχέρης δάσκαλος)
Αξ.
-Μαυροχ.
3. Αριστερός
Φλογ.
:
Το τσ̑ολάχου μ’ το χέρ’
(Το αριστερό μου χέρι)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
ζερβός :1, σολαχτσής :1