σολαχτσής
(επίθ.)
σολαχτσής
[solaxˈtsis]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. solakçı = αριστερόχειρας.
1. Αριστερός
Μισθ.
2. Ως ουσ., αριστερόχειρας
Μισθ.
3. Ως ουσ., κομμουνιστής
Μισθ.
Τροποποιήθηκε: 28/10/2025