σολαχτσής
(επίθ.)
σολαχτσής
[solax'tsis]
Μισθ.
Από το βαλκαν. τουρκ. ουσ. solakçı = αριστερόχειρας.
1. Αριστερός
Μισθ.
2. Ως ουσ., αριστερόχειρας
Μισθ.
3. Ως ουσ., κομμουνιστής
Μισθ.