ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σομόνι (ουσ. ουδ.) σομόν' [soˈmon] Δίλ. Αντιδάν. μέσω του τουρκ. ουσ. somun = α) φραντζόλα ψωμιού β) μαλακό αντικείμενο γ) παξιμάδι βίδας, από το μεσν. ουσ. ψωμίν ή το αρχ. ουσ. ψωμός (Eren 1999: 357, Nişanyan 2002-2022: λ. somun, Tietze 2019: λ. somun).
Είδος αφράτου ψωμιού : Φέρισ̑καμ’ και σομόνια μαλακά μαλακά, για να μη κακοψυχά ναίκα (Φέρναμε και αφράτα ψωμιά μαλακά μαλακά, για να μην λιγουρεύεται η έγκυος γυναίκα) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887