σομπέκ
(ουσ. ουδ.)
σ̑ομπέκ
[ʃoˈbek]
Ανακ.
σ̑όμα
[ˈʃoma]
Ανακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. söbek = άξονας γύρω από τον οπ. περιστρέφεται η μυλόπετρα β) σιδερένιο ή ξύλινο καρφί που χώνεται ανάμεσα στις μυλόπετρες (THADS, λ. söbek Ι). Πβ. και διαλεκτ. ουσ. sömek = αιχμηρά αντικείμενα (THADS, λ. sömek VII) και söbe = α) που έχει σχήμα αβγού β) μυτερός (Tietze 2019: λ. söbe%i).
Μικρό σανίδι που χώνεται ανάμεσα στις μυλόπετρες, ώστε οι μυλόπετρες να μην εφάπτονται και να διευκολύνεται το άλεσμα