σολάχος
(επίθ.)
σολάχος
[so'laxos]
Φάρασ.
σολάχι
[soˈlaçi]
Σίλ.
σ̑ολάχιν
[ʃoˈlaçin]
Σίλ.
σολάχ
[sοˈlax]
Αραβαν., Μισθ.
Από το τουρκ. επίθ. solak = αριστερόχειρας, όπου και διαλεκτ. τύπ. solah.
1. Αριστερός
Μισθ., Σίλ.
:
Μη ντου σολάχ ντου χέρ χιορώ όργου
(με το αριστερό το χέρι δουλεύω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μπαίνει τα σολάχıν τζης τουν κόλφου
(Tα βάζει στην αριστερή της μασχάλη)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
2. Αριστερόχειρας
Αραβαν., Φάρασ.
3. Ως επίρρ., αριστερά
Μισθ.
Συνών.
ζερβός