ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σολάχος (επίθ.) σολάχος [so'laxos] Φάρασ. σολάχι [soˈlaçi] Σίλ. σ̑ολάχιν [ʃoˈlaçin] Σίλ. σολάχ [sοˈlax] Αραβαν., Μισθ. Από το τουρκ. επίθ. solak = αριστερόχειρας, όπου και διαλεκτ. τύπ. solah.
1. Αριστερός Μισθ., Σίλ. : Μη ντου σολάχ ντου χέρ χιορώ όργου (με το αριστερό το χέρι δουλεύω) Μισθ. -Κοτσαν. Μπαίνει τα σολάχıν τζης τουν κόλφου (Tα βάζει στην αριστερή της μασχάλη) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5
2. Αριστερόχειρας Αραβαν., Φάρασ.
3. Ως επίρρ., αριστερά Μισθ.
Συνών. ζερβός