σοκτώ (I)
(ρ.)
σöκτώ
[søˈkto]
Μαλακ., Μισθ.
σ̑οκτώ
[ʃoˈkto]
Μισθ.
σοκτώ
[sokˈto]
Σίλ.
σοκ͑τ͑ιέω
[soktʰiˈeo]
Φάρασ.
σοκτιέου
[soktiˈeu]
Φάρασ.
Αόρ.
σόκ’σα
[ˈsoksa]
Μαλακ.
σοκτίεσιν
[soˈktiesin]
Φάρασ.
Αόρ. Πληθ.
σοκτιέστην
[soktiˈestin]
Φάρασ.
Μτχ.
σοκτιεμένου
[soktieˈmenu]
Φάρασ.
Από τον αόρ. söktü του τουρκ. ρ. sökmek, όπου και διαλεκτ. τύπ. sokmak = α) ξηλώνω β) ξεριζώνω.
1. Ξηλώνω
ό.π.τ.
:
Αϊνάς σ’ ένα τσούχου μιχλαντζημένου ‘ναι· σε το σοκτσ̑ήγεις
(Ο καθρέφτης είναι καρφωμένος σ' έναν τοίχο· θα τον ξηλώσεις)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
2. Ξερριζώνω
Μισθ.
:
σ̑οκτώ τσαλούια
(Ξεριζώνω δένδρα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
γοπαρντίζω, τραβώ, μαδώ