ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σοκτώ (I) (ρ.) σöκτώ [søˈkto] Μαλακ., Μισθ. σ̑οκτώ [ʃoˈkto] Μισθ. σοκτώ [sokˈto] Σίλ. σοκ͑τ͑ιέω [soktʰiˈeo] Φάρασ. σοκτιέου [soktiˈeu] Φάρασ. Αόρ. σόκ’σα [ˈsoksa] Μαλακ. σοκτίεσιν [soˈktiesin] Φάρασ. Αόρ. Πληθ. σοκτιέστην [soktiˈestin] Φάρασ. Μτχ. σοκτιεμένου [soktieˈmenu] Φάρασ. Από τον αόρ. söktü του τουρκ. ρ. sökmek, όπου και διαλεκτ. τύπ. sokmak = α) ξηλώνω β) ξεριζώνω.
1. Ξηλώνω ό.π.τ. : Αϊνάς σ’ ένα τσούχου μιχλαντζημένου ‘ναι· σε το σοκτσ̑ήγεις (Ο καθρέφτης είναι καρφωμένος σ' έναν τοίχο· θα τον ξηλώσεις) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5
2. Ξερριζώνω Μισθ. : σ̑οκτώ τσαλούια (Ξεριζώνω δένδρα) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. γοπαρντίζω, τραβώ, μαδώ