σοκουλντίζω
(ρ.)
σοκουλτίζω
[sokulˈtizo]
Μαλακ.
σοκουλντώ
[sokulˈdo]
Τροχ.
Aπό το τουρκ. ρ. sokulmak = α) χώνομαι υπογείως β) χώνομαι σε μία κατάσταση.
1. Χώνομαι υπογείως
ό.π.τ.
:
Σοκούλντα σο ξ̑ιβούν’
(Χώσου στο ξεβούνι)
Τροχ.
-ΚΜΣ-ΚΠ289
2. Χώνομαι, ανακατεύομαι σε μιά κατάσταση
Μαλακ.