σόκτημα
(ουσ. ουδ.)
σ̑όκτημα
['ʃoktima]
Μισθ.
Από το αορ. θ. του ρ. σοκτώ (Ι) και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Ξερρίζωμα