σοϊταρί
(ουσ. αρσ.)
σοϊταρι̂́
[soitaˈrɯ]
Μαλακ., Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. soytarı = γελωτοποιός.
1. Γελωτοποιός
Μαλακ.
2. Ως επίθ., ανισόρροπος
Μισθ.