σοϊλετίζω
(ρ.)
σοϊλετίζω
[soileˈtizo]
Φάρασ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. söyletmek =κάνω κάποιον να μιλήσει και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Αναγκάζω κάποιον να μιλήσει
2. Κουράζω κάποιον με την φλυαρία μου
Πβ.
γιορντίζω :2