σογάς
(ουσ. αρσ.)
σογάς
[sοˈɣas]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. sıva = γύψος, όπου και διαλεκτ. τύπ. suva. Πβ. νεότ. ουσ. σοβάς.
Σοβάς
:
Ντου σογά έπισιν
(Ο σοβάς έπεσε)
Μισθ.
-Κοτσαν.