ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκωλεκιάζω (ρ.) σκωλεκιάζω [skoleˈcazo] Αξ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φλογ. σκωληκιάζω [skoliˈcazo] Γούρδ. σκωλοκιάζω [skoloˈcazo] Μαλακ. σκουλουτσάζου [skulu'tsazu] Σίλ. Αόρ. σκωλοκιάσα [skoloˈcasa] Μαλακ. Αόρ. γ' Εν. σκωλήκιασε [skοˈlicase] Γούρδ. Αόρ. γ' Εν. σκουλούτσασ̑ι [sku'lutsaʃi] Σίλ. Από το μεσν. ρ. σκωληκιάζω, το οπ. από το μεταγν. ρ. σκωληκιῶ με μεταπλ. σε -άζω με βάση το συνοπτικό θ. σκωληκιασ-. Για την πολυτυπία του θ. βλ. λ. σκωλέκι.
Σκουληκιάζω ό.π.τ. : Κάτσι μιά μύγα, σκουλούτσασ̑ι κιριάς, έσ̑υρά τα (έκατσε μία μύγα, σκουλήκιασε το κρέας, το πέταξα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σκωλετσα̈́σινι, τα σκωλέτσ̑α τσιπ έβκανι ση χαραή (Σκουλήκιασε (ενν. ο τραχανάς), τα σκουλήκια όλα βγήκανε στη επιφάνεια) Τσουχούρ. -Bağr.