σκωλεκιάζω
(ρ.)
σκωλεκιάζω
[skoleˈcazo]
Αξ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φλογ.
σκωληκιάζω
[skoliˈcazo]
Γούρδ.
σκωλοκιάζω
[skoloˈcazo]
Μαλακ.
σκουλουτσάζου
[skulu'tsazu]
Σίλ.
Αόρ.
σκωλοκιάσα
[skoloˈcasa]
Μαλακ.
Αόρ. γ' Εν.
σκωλήκιασε
[skοˈlicase]
Γούρδ.
Αόρ. γ' Εν.
σκουλούτσασ̑ι
[sku'lutsaʃi]
Σίλ.
Από το μεσν. ρ. σκωληκιάζω, το οπ. από το μεταγν. ρ. σκωληκιῶ με μεταπλ. σε -άζω με βάση το συνοπτικό θ. σκωληκιασ-. Για την πολυτυπία του θ. βλ. λ. σκωλέκι.
Σκουληκιάζω
ό.π.τ.
:
Κάτσι μιά μύγα, σκουλούτσασ̑ι κιριάς, έσ̑υρά τα
(έκατσε μία μύγα, σκουλήκιασε το κρέας, το πέταξα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Σκωλετσα̈́σινι, τα σκωλέτσ̑α τσιπ έβκανι ση χαραή
(Σκουλήκιασε (ενν. ο τραχανάς), τα σκουλήκια όλα βγήκανε στη επιφάνεια)
Τσουχούρ.
-Bağr.