ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκυλί (ουσ. ουδ.) σκυλί [sciˈli] Γούρδ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ. σ̑κυλί [ʃciˈli] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ποτάμ., Τελμ., Φερτάκ., Φλογ. στσ̑υλί [stʃiˈli] Αφσάρ., Φάρασ., Φκόσ. σ̑-σ̑υλί [ʃʃiˈli] Φάρασ. Εν. Γεν. σκυλιού [sciˈʎu] Τελμ., Φάρασ. σ̑κυλιού [ʃciˈʎu] Ανακ., Αξ., Αραβαν. στσ̑υλού [stʃiˈlu] Φάρασ. σ̑κϋλιΰ [ʃcyˈʎy] Τελμ. Πληθ. στσ̑υλία [stʃiˈlia] Φάρασ. σ̑κυλιά [ʃciˈʎa] Αραβαν. Μεσν. ουσ. σκυλίν, το οπ. από το μεσν. σκύλος με παραγωγ. επίθμ. (< αρχ. σκύλαξ -κος).
1. Σκύλος ό.π.τ., Τελμ. : Στσ̑υλου σάσε (σκυλιού φωνές) Φάρασ. -Αναστασ. Σκυλιού το καφά (κεφάλι του σκυλιού) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ντο πισίκα και ντο σ̑κυλί έπ’καν qαβγά (η γάτα και ο σκύλος έκαναν καβγά) Φερτάκ. -Dawk. Eμείς τζ̑ο μπορούμε να πάρουμε στις qασάποι κρα̈́ς, τρών ντα τα σέτρα τα στσ̑υλία (εμείς δεν μπορούμε να πάρουμε από τους χασάπηδες κρέας, το τρώνε τα δικά σας σκυλιά) Φάρασ. -Dawk. Κουπάν’σε το χτσ̑ήνο, λάχ’σε το σ̑κυλί, κατακόλλσε τα ορνίγια τ’ (κοπάνισε την αγελάδα, κλότσησε το σκυλί, κυνήγησε τις κότες του) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ογώ να ήdουμι παλ’κάρ’, ντου σ̑κυλί ντε μι κατακώλανεν (αν εγώ ήμουν παλληκάρι, το σκυλί δεν θα με κυνηγούσε· ) Μισθ. -Κωστ.Μ. Στράδα πουτ’ πουρπάιζιν, έντακιν ντου, ντου σκυλί (στον δρόμο που περπατούσε, τον δάγκωσε ο σκύλος) Μισθ. -Κοτσαν. Το φσόκκο, οχτώ, εννέ χρονών, παίσκιν μο το στσυλί του, το Μίντο, όξου σο χαβλού τουνε (το αγοράκι, οχτώ εννιά χρονών, έπαιζε με το σκύλο του, το Μίντο, έξω στην αυλή) Φάρασ. -Παπαδ. Δου φσ̑αχ τσοιμάδι ντάμα μι ου σκυλί (το παιδί κοιμάται μαζί με το σκυλί) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ύστερα παίρνισκαμ’ του σκυλιού το άσπρο το σκατό, κοπανιζ̑αμ’ το καλά καλά (ύστερα παίρναμε του σκύλου το άσπρο σκατό, το κοπανίζαμε πολύ καλά) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. σ̑κυλιού τέκνα (σκυλιού παιδιά˙ ως χαρακτηρισμός για άτακτα παιδιά) Ανακ. -Κωστ.Α. σ̑-σ̑υλού γέννημα (παιδί σκύλου˙ ως χαρακτηρισμός άτακτου ή σκληρού ανθρώπου) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ. σ̑κυλιού κ’λάκ΄ (σκυλιού κουλούκι, δηλ. παιδί˙ ως ύβρη) Αξ. -Μαυροχ. Σκυλιού ψάρια (Γυρίνοι στο δεύτερο στάδιο της ανάπτυξης) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ328 || Παροιμ. Να ράπ’ του στσ̑υλού το δέρμα ση χαραή σου (να ράψεις του σκυλιού το δέρμα στα μούτρα σου˙ για τους αδιάντροπους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Άσπρο στσ̑υλί, μαύρο στσ̑υλί, τσ̑ιπ ένι α στσ̑υλί (άσπρο σκυλί, μαύρο σκυλί, όλα είναι ένα σκυλί˙ το έλεγαν για τους Τούρκους ότι όλοι είναι ίδιοι) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Το στσ̑υλί πήε σο παθίνι, πνώνει· νε ατσ̑είνος τρώ’ νε τ’ άβγο ’φήνει να φά’ (το σκυλί πήγε στο παχνί, κοιμάται, ούτε εκείνο τρώει ούτε το άλογο αφήνει να φάει˙ για τους ανθρώπους που γίνονται εμπόδιο στους άλλους χωρίς όμως οι ίδιοι να αποκομίσουν κάποιο όφελο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. ΄σού να κουβαλαίν’ στσ̑υλί ση σουρού, κουβάλ’ τ’ αχ̇ίλι σο τσουφάλι σου (αντί να κουβαλάς σκυλί στο κοπάδι, κουβάλα το μυαλό σου στο κεφάλι σου˙ ο έξυπνος δεν έχει ανάγκη βοήθεια άλλων) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Το καλό το τσ̑υρί έμbασαν στου σ̑κυλιού το τουλούμ’ (το καλό το τυρί το έβαλαν στου σκύλου το τομάρι˙ για όποιους δεν εκτιμούν τα πράγματα που έχουν μεγάλη αξία) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το σ̑κυλί στα πρόβατα φέρ’ λύκος (το σκυλί φέρνει τα πρόβατα στον λύκο˙ αυτός που νομίζεις ότι σε προστατευει σε οδηγεί στη συμφορά) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
2. Ως χαρακτηρισμό για άνθρωπο δυνατό που κάνει κάτι με πείσμα Μισθ.
3. Ως υβριστ. χαρακτηρισμός, ο Τούρκος Μισθ. : Ας γουλτώσου απ’ σ̑κυλιού τα χ̇έρια (ας γλιτώσω από του σκυλιού/του Τούρκου τα χέρια) Μισθ. -Κωστ.Μ.