σκυλί
(ουσ. ουδ.)
σκυλί
[sciˈli]
Γούρδ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ.
σ̑κυλί
[ʃciˈli]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ποτάμ., Τελμ., Φερτάκ., Φλογ.
στσ̑υλί
[stʃiˈli]
Αφσάρ., Φάρασ., Φκόσ.
σ̑-σ̑υλί
[ʃʃiˈli]
Φάρασ.
Εν. Γεν.
σκυλιού
[sciˈʎu]
Τελμ., Φάρασ.
σ̑κυλιού
[ʃciˈʎu]
Ανακ., Αξ., Αραβαν.
στσ̑υλού
[stʃiˈlu]
Φάρασ.
σ̑κϋλιΰ
[ʃcyˈʎy]
Τελμ.
Πληθ.
στσ̑υλία
[stʃiˈlia]
Φάρασ.
σ̑κυλιά
[ʃciˈʎa]
Αραβαν.
Μεσν. ουσ. σκυλίν, το οπ. από το μεσν. σκύλος με παραγωγ. επίθμ. -ι (< αρχ. σκύλαξ -κος).
1. Σκύλος
ό.π.τ., Τελμ.
:
Στσ̑υλου σάσε
(σκυλιού φωνές)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Σκυλιού το καφά
(κεφάλι του σκυλιού)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ντο πισίκα και ντο σ̑κυλί έπ’καν qαβγά
(η γάτα και ο σκύλος έκαναν καβγά)
Φερτάκ.
-Dawk.
Eμείς τζ̑ο μπορούμε να πάρουμε στις qασάποι κρα̈́ς, τρών ντα τα σέτρα τα στσ̑υλία
(εμείς δεν μπορούμε να πάρουμε από τους χασάπηδες κρέας, το τρώνε τα δικά σας σκυλιά)
Φάρασ.
-Dawk.
Κουπάν’σε το χτσ̑ήνο, λάχ’σε το σ̑κυλί, κατακόλλσε τα ορνίγια τ’
(κοπάνισε την αγελάδα, κλότσησε το σκυλί, κυνήγησε τις κότες του)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ογώ να ήdουμι παλ’κάρ’, ντου σ̑κυλί ντε μι κατακώλανεν
(αν εγώ ήμουν παλληκάρι, το σκυλί δεν θα με κυνηγούσε· )
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Στράδα πουτ’ πουρπάιζιν, έντακιν ντου, ντου σκυλί
(στον δρόμο που περπατούσε, τον δάγκωσε ο σκύλος)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Το φσόκκο, οχτώ, εννέ χρονών, παίσκιν μο το στσυλί του, το Μίντο, όξου σο χαβλού τουνε
(το αγοράκι, οχτώ εννιά χρονών, έπαιζε με το σκύλο του, το Μίντο, έξω στην αυλή)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Δου φσ̑αχ τσοιμάδι ντάμα μι ου σκυλί
(το παιδί κοιμάται μαζί με το σκυλί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ύστερα παίρνισκαμ’ του σκυλιού το άσπρο το σκατό, κοπανιζ̑αμ’ το καλά καλά
(ύστερα παίρναμε του σκύλου το άσπρο σκατό, το κοπανίζαμε πολύ καλά)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
σ̑κυλιού τέκνα
(σκυλιού παιδιά˙ ως χαρακτηρισμός για άτακτα παιδιά)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
σ̑-σ̑υλού γέννημα
(παιδί σκύλου˙ ως χαρακτηρισμός άτακτου ή σκληρού ανθρώπου)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
σ̑κυλιού κ’λάκ΄
(σκυλιού κουλούκι, δηλ. παιδί˙ ως ύβρη)
Αξ.
-Μαυροχ.
Σκυλιού ψάρια
(Γυρίνοι στο δεύτερο στάδιο της ανάπτυξης)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ328
|| Παροιμ.
Να ράπ’ του στσ̑υλού το δέρμα ση χαραή σου
(να ράψεις του σκυλιού το δέρμα στα μούτρα σου˙ για τους αδιάντροπους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Άσπρο στσ̑υλί, μαύρο στσ̑υλί, τσ̑ιπ ένι α στσ̑υλί
(άσπρο σκυλί, μαύρο σκυλί, όλα είναι ένα σκυλί˙ το έλεγαν για τους Τούρκους ότι όλοι είναι ίδιοι)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το στσ̑υλί πήε σο παθίνι, πνώνει· νε ατσ̑είνος τρώ’ νε τ’ άβγο ’φήνει να φά’
(το σκυλί πήγε στο παχνί, κοιμάται, ούτε εκείνο τρώει ούτε το άλογο αφήνει να φάει˙ για τους ανθρώπους που γίνονται εμπόδιο στους άλλους χωρίς όμως οι ίδιοι να αποκομίσουν κάποιο όφελο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
΄σού να κουβαλαίν’ στσ̑υλί ση σουρού, κουβάλ’ τ’ αχ̇ίλι σο τσουφάλι σου
(αντί να κουβαλάς σκυλί στο κοπάδι, κουβάλα το μυαλό σου στο κεφάλι σου˙ ο έξυπνος δεν έχει ανάγκη βοήθεια άλλων)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το καλό το τσ̑υρί έμbασαν στου σ̑κυλιού το τουλούμ’
(το καλό το τυρί το έβαλαν στου σκύλου το τομάρι˙ για όποιους δεν εκτιμούν τα πράγματα που έχουν μεγάλη αξία)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το σ̑κυλί στα πρόβατα φέρ’ λύκος
(το σκυλί φέρνει τα πρόβατα στον λύκο˙ αυτός που νομίζεις ότι σε προστατευει σε οδηγεί στη συμφορά)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
2. Ως χαρακτηρισμό για άνθρωπο δυνατό που κάνει κάτι με πείσμα
Μισθ.
3. Ως υβριστ. χαρακτηρισμός, ο Τούρκος
Μισθ.
:
Ας γουλτώσου απ’ σ̑κυλιού τα χ̇έρια
(ας γλιτώσω από του σκυλιού/του Τούρκου τα χέρια)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.