σμίγω
(ρ.)
σμίγω
[ˈzmiɣο]
Μαλακ., Ποτάμ., Σινασσ.
σμίγου
[ˈzmiɣu]
Μισθ.
σμίγνω
[ˈzmiɣno]
Αξ.
γ' Εν.
σμίγ'
[ˈzmiγ]
Αξ.
σμίζω
[ˈzmizo]
Σινασσ.
Παθ.
σμίγνουμαι
[ˈzmiɣnume]
Αξ.
Από το μεσν. ρ. σμίγω, το οπ. από το αρχ. ρ. μίσγω με μετάθ. του [s]. Ο τύπ. σμίγνω με μεταπλ. κατά το πρότυπο των ρ. σε -νω. Ο τύπ. σμίζω με μεταπλ. με βάση τα ρ. σε -ίζω.
Πβ.
μίγω
1. Μτβ., Aνακατεύω, ενώνω
ό.π.τ.
2. Αμτβ., ανακατεύομαι με κάποιον
Αξ.
:
Πότ' να σμιχτείς 'ς χώρα νεμέσα;
(πότε θα ανακατωθείς μέσα στους ξένους;)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
3. Συναντώ
Αξ.
:
|| Παροιμ.
Jβουνί με jβουνί ντε σμίγ', άρχ̑ωπος μ' άρχ̑ωπο σμίγ'
(βουνό με βουνό δε σμίγει, άνθρωπος με άνθρωπο σμίγει˙ πάντοτε υπάρχει η πιθανότητα να συναντηθούν δύο άνθρωποι, ακόμη κι αν αυτό φαίνεται απίθανο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
καριστιρντίζω,