ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σμίγω (ρ.) σμίγω [ˈzmiɣο] Μαλακ., Ποτάμ., Σινασσ. σμίγου [ˈzmiɣu] Μισθ. σμίγνω [ˈzmiɣno] Αξ. γ' Εν. σμίγ' [ˈzmiγ] Αξ. σμίζω [ˈzmizo] Σινασσ. Παθ. σμίγνουμαι [ˈzmiɣnume] Αξ. Από το μεσν. ρ. σμίγω, το οπ. από το αρχ. ρ. μίσγω με μετάθ. του [s]. Ο τύπ. σμίγνω με μεταπλ. κατά το πρότυπο των ρ. σε -νω. Ο τύπ. σμίζω με μεταπλ. με βάση τα ρ. σε -ίζω. Πβ. μίγω
1. Μτβ., Aνακατεύω, ενώνω ό.π.τ.
2. Αμτβ., ανακατεύομαι με κάποιον Αξ. : Πότ' να σμιχτείς 'ς χώρα νεμέσα; (πότε θα ανακατωθείς μέσα στους ξένους;) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
3. Συναντώ Αξ. : || Παροιμ. Jβουνί με jβουνί ντε σμίγ', άρχ̑ωπος μ' άρχ̑ωπο σμίγ' (βουνό με βουνό δε σμίγει, άνθρωπος με άνθρωπο σμίγει˙ πάντοτε υπάρχει η πιθανότητα να συναντηθούν δύο άνθρωποι, ακόμη κι αν αυτό φαίνεται απίθανο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.