σκυλιάζω
(ρ.)
σκυλιάζω
[sciˈʎazo]
Μαλακ.
Νεότ. ρ. σκυλιάζω (Λεξ. Πορτ., σ. 59).
Θυμώνω πολύ, σκυλιάζω
Μαλακ.