ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκρόφα (ουσ. θηλ.) σκρόφα ['skrofa] Ανακ., Μαλακ., Σίλ. Από το μεταγν. ουσ. σκρόφα (< λατιν. scrofa = γουρούνα).
1. Γουρούνα ό.π.τ. : Κόρη σου καλή κόρη ρε νι· σκρόφα νε (η κόρη σου δεν είναι καλό κορίτσι· γουρούνα είναι) Σίλ. -Dawk.
2. Πόρνη ό.π.τ. Συνών. καχμπέσα, οροσπού, πουτάνα
Τροποποιήθηκε: 11/12/2024