σκρόφα
(ουσ. θηλ.)
σκρόφα
['skrofa]
Ανακ., Μαλακ., Σίλ.
Από το μεταγν. ουσ. σκρόφα (< λατιν. scrofa = γουρούνα).
1. Γουρούνα
ό.π.τ.
:
Κόρη σου καλή κόρη ρε νι· σκρόφα νε
(η κόρη σου δεν είναι καλό κορίτσι· γουρούνα είναι)
Σίλ.
-Dawk.