ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκουτέλι (ουσ. ουδ.) σκουτέλι [sku'teli] Φάρασ. σκετέλ' [sce'tel] Ανακ., Μαλακ., Σίλατ., Φλογ. σικτέλι [siˈkteli] Σινασσ. Πληθ. σκετέλια [sce'teʎa] Σίλατ. σκούτουλο [ˈskutulo] Ανακ. Από το μεσν. ουσ. σκουτέλλιον, το οπ. υποκορ. του σκουτέλλα (< λατιν. scutella = μικρό πιάτο). Ο τύπ. σκετέλ' με υποχωρητ. αφομ. [u-e > e-e]. Ο τύπ. σικτέλι με μετάθ. και ίσως και πάλι οπισθοχωρητική αφομ. [e-e > i-e]. O τύπ. σκούτουλο με εναλλαγή επιθμ. -ι/-ο (πβ. ν.ε. βοτάνι/βότανο).
1. Πιάτο ό.π.τ. : Ηύρενε εφτά σκετέλια (βρήκε εφτά πιάτα) Σίλατ. -Dawk. || Ασμ. Ψήνει και το σ̑υκώτι του, στο σκούτουλο το βάζει (Ψήνει και το συκώτι του, το βάζει στο πιάτο) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374 Συνών. πιάτο, πινέκι, ταμπάκι, τεκέρι
2. Μαγειρικό σκεύος Μαλακ.
Συνών. πινέκι