σκοτικούτσικος
(επίθ.)
σκοτ'κούτσικος
[skotˈkutsikos]
Σίλατ.
Από το επίθ. σκοτικός και το παραγωγ. επίθμ. -ούτσικος.
Πολύ σκοτεινός