σκότημα
(ουσ. ουδ.)
σκότημα
['skotima]
Σίλ.
σκότεμα
[ˈskotema]
Φάρασ.
σκότωμα
['skotoma]
Γούρδ.
Από το μεταγν. ουσ. σκότωμα = ζάλη, ίλιγγος, με μεταπλ. κατ' άλλα ουδ. σε -εμα, -ημα.
Σκοτωμός
ό.π.τ.
:
Οπ' σκότημα γούλτισι
(Γλύτωσε από τον θάνατο)
Σίλ.
-Dawk.
Σκότημα σέλει
(θέλει σκότωμα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ατέ το φσ̑άχι μένα γλύτωσε με σο σκότεμα
(Αυτό το παιδί εμένα με γλύτωσε από το σκότωμα)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.