ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σκότημα (ουσ. ουδ.) σκότημα ['skotima] Σίλ. σκότεμα [ˈskotema] Φάρασ. σκότωμα ['skotoma] Γούρδ. Από το μεταγν. ουσ. σκότωμα = ζάλη, ίλιγγος, με μεταπλ. κατ' άλλα ουδ. σε -εμα, -ημα.
Σκοτωμός ό.π.τ. : Οπ' σκότημα γούλτισι (Γλύτωσε από τον θάνατο) Σίλ. -Dawk. Σκότημα σέλει (θέλει σκότωμα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ατέ το φσ̑άχι μένα γλύτωσε με σο σκότεμα (Αυτό το παιδί εμένα με γλύτωσε από το σκότωμα) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.